- ῥοφήματος
- ῥόφημαthat which is supped upneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καφεδάκι — το υποκορ. τού καφές ως ροφήματος … Dictionary of Greek
κομπούχα — η (φαρμ.) προϊόν επεξεργασίας τού ροφήματος τού τσαγιού με την καλλιέργεια σ αυτό ενός μύκητα και ενός βακτηρίου, με το σκοπό να τού προσδοθούν θεραπευτικές ιδιότητες, οι οποίες όμως δεν φαίνονται επιστημονικά θεμελιωμένες … Dictionary of Greek
λυκοκαρίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος ροφήματος ή κρασιού που περιείχε χοντροαλεσμένο κριθάρι … Dictionary of Greek
προάριστο — το, Ν ελαφρό πρόγευμα που παίρνουν τα πληρώματα τού πολεμικού ναυτικού μεταξύ τού πρωινού ροφήματος και τού μεσημβρινού γεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄριστον «γεύμα, πρόγευμα». Η λ., στον λόγιο τ. προάριστον, μαρτυρείται από το 1846 στον Ι.… … Dictionary of Greek
σαλέπι — (στα αραβικά σάχλεμπ). Ονομασία θερμαντικού πιοτού, αφεψήματος ή ροφήματος, που παρασκευάζεται από τους ξηρούς κόνδυλους (ρίζες) διάφορων ορχεοειδών φυτών. Οι κόνδυλοι αλέθονται και η σκόνη τους βράζεται με ζάχαρη ή με μέλι. Είναι μαλακτικό πιοτό … Dictionary of Greek
φλούκτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ῥοφήματος» … Dictionary of Greek
κυκεών — Είδος ροφήματος, κατά την αρχαιότητα. Ήταν ένας πολτός που αποτελούσε κράμα διαφόρων υλικών και τον έπιναν ως αναψυκτικό ή ως φάρμακο. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η Δήμητρα έψαχνε την κόρη της, Περσεφόνη, έφτασε στην Ελευσίνα και εκεί η Ιάμβη… … Dictionary of Greek